- παραζαλίζω
- 1. προκαλώ μεγάλη σκοτούρα σε κάποιον, ζαλίζω πολύ2. βασανίζω, στενοχωρώ κάποιον πολύ με τις συνεχείς ενοχλήσεις μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραζαλίζω — παραζάλισα, παραζαλίστηκα, παραζαλισμένος, ζαλίζω πολύ, ταράζω, σκοτίζω, στενοχωρώ, παραενοχλώ: Στον αποκριάτικο παιδικό χορό μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά του σχολείου και μας παραζάλισαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραζάλισμα — το [παραζαλίζω] 1. μεγάλη ενόχληση, παρασκότιση 2. μεγάλη ζάλη … Dictionary of Greek
αλαλιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος 1. μτβ., παίρνω από κάποιον το μυαλό, παραζαλίζω: Τα παιδιά την είχαν αλαλιάσει με τις φωνές τους. 2. αμτβ., παραζαλίζομαι, σκοτίζομαι: Ησυχάστε πια κι αλάλιασα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)